προσκαταλέγω

προσκαταλέγω
Α [καταλέγω]
1. εγγράφω σε κατάλογο επί πλέον, ως προσθήκη («παρθένοις τέτταρσιν οὔσαις δύο ἑτέρας προσκαταλέγω», Δίον. Αλ.)
2. συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ («τοῑς ἔθνεσιν ἑκάστοις τὰς γειτνιώσας προσκαταλέγοντες νήσους», Στράβ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσκαταλέγουσι — προσκαταλέγω enrol besides pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσκαταλέγω enrol besides pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαταλέξαι — προσκαταλέγω enrol besides aor inf act προσκαταλέξαῑ , προσκαταλέγω enrol besides aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκατέλεγον — προσκαταλέγω enrol besides imperf ind act 3rd pl προσκαταλέγω enrol besides imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαταλεγῆναι — προσκαταλέγω enrol besides aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαταλεγέντες — προσκαταλέγω enrol besides aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαταλεγέτω — προσκαταλέγω enrol besides pres imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαταλέγειν — προσκαταλέγω enrol besides pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαταλέγοντες — προσκαταλέγω enrol besides pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαταλέγων — προσκαταλέγω enrol besides pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαταλέξαντας — προσκαταλέγω enrol besides aor part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”